αναρριχιέμαι

αναρριχιέμαι
-ήθηκα
1. σκαρφαλώνω σε ψηλό και δυσκολοπάτητο μέρος: Ήθελαν να αναρριχηθούν σε μια από τις δυσκολοπάτητες κορφές του βουνού. 2. παίρνω, χωρίς να το αξίζω, μια ανώτερη θέση ή κάποιο σημαντικό αξίωμα: Αναρριχήθηκε σε καθηγητική έδρα στο πανεπιστήμιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναρριχιέμαι — αναρριχιέμαι, αναρριχήθηκα, αναρριχημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. αναρριχώμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναρριχώμαι — αναρριχώμαι, αναρριχήθηκα, αναρριχημένος βλ. πίν. 61 και πρβλ. αναρριχιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκαλώνω — σκάλωσα, σκαλωμένος 1. αναρριχιέμαι: Σκάλωσε στην κορυφή του βράχου. 2. σταματώ μπροστά σε κάποιο εμπόδιο: Κάπου σκάλωσε ο διορισμός του. – Σκάλωσαν τα αγκίστρια στις πέτρες του βυθού και δεν μπορεί να τα βγάλει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαρφαλώνω — σκαρφάλωσα, σκαρφαλωμένος, αναρριχιέμαι, ανεβαίνω: Σκαρφάλωσε στην κορυφή του δέντρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”