- αναρριχιέμαι
- -ήθηκα1. σκαρφαλώνω σε ψηλό και δυσκολοπάτητο μέρος: Ήθελαν να αναρριχηθούν σε μια από τις δυσκολοπάτητες κορφές του βουνού. 2. παίρνω, χωρίς να το αξίζω, μια ανώτερη θέση ή κάποιο σημαντικό αξίωμα: Αναρριχήθηκε σε καθηγητική έδρα στο πανεπιστήμιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.